αλωνοφύλακας: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[ἁλωνοφύλαξ]])<br />ο [[φύλακας]] του αλωνιού και τών καρπών που βρίσκονται [[μέσα]] σ’ αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅλων]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
|mltxt=ο (Α [[ἁλωνοφύλαξ]])<br />ο [[φύλακας]] του αλωνιού και τών καρπών που βρίσκονται [[μέσα]] σ’ αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅλων]] <span style="color: red;">+</span> [[φύλαξ]].
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Α ἁλωνοφύλαξ)
ο φύλακας του αλωνιού και τών καρπών που βρίσκονται μέσα σ’ αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅλων + φύλαξ.