ἀμφίπυλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφίπυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο πύλες, δύο εισόδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πύλη]].
|mltxt=[[ἀμφίπυλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο πύλες, δύο εισόδους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πύλη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίπῠλος:''' -ον ([[πύλη]]), με [[διπλή]] είσοδο, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίπῠλος Medium diacritics: ἀμφίπυλος Low diacritics: αμφίπυλος Capitals: ΑΜΦΙΠΥΛΟΣ
Transliteration A: amphípylos Transliteration B: amphipylos Transliteration C: amfipylos Beta Code: a)mfi/pulos

English (LSJ)

ον,

   A with two entrances, μέλαθρα E.Med.135 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίπῠλος: -ον, ὁ ἔχων δύο εἰσόδους, Εὐρ. Μήδ. 135.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à deux portes.
Étymologie: ἀμφί, πύλη.

Spanish (DGE)

(ἀμφίπῠλος) -ον
con doble entrada y salida ἐπ' ἀμφιπύλου ... ἔσω μελάθρου en el vestíbulo E.Med.135, cf. Sch.ad loc.

Greek Monolingual

ἀμφίπυλος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο πύλες, δύο εισόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πύλη.

Greek Monotonic

ἀμφίπῠλος: -ον (πύλη), με διπλή είσοδο, σε Ευρ.