ἄπηκτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. άπηχτος -η, -ο (Α [[ἄπηκτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει πήξει, [[μαλακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το [[μυαλό]] του [[είναι]] άπηχτο [[ακόμη]]» — δεν συμπεριφέρεται με [[ωριμότητα]], παιδιαρίζει<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να πήξει, να στερεοποιηθεί.
|mltxt=κ. άπηχτος -η, -ο (Α [[ἄπηκτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει πήξει, [[μαλακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το [[μυαλό]] του [[είναι]] άπηχτο [[ακόμη]]» — δεν συμπεριφέρεται με [[ωριμότητα]], παιδιαρίζει<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να πήξει, να στερεοποιηθεί.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπηκτος:''' не густеющий, не твердеющий, не застывающий ([[ἀήρ]], [[πιμελή]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 14:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄπηκτος Medium diacritics: ἄπηκτος Low diacritics: άπηκτος Capitals: ΑΠΗΚΤΟΣ
Transliteration A: ápēktos Transliteration B: apēktos Transliteration C: apiktos Beta Code: a)/phktos

English (LSJ)

ον,

   A not capable of being solidified, Arist.Mete.385b1, GA 735b30, HA520a8.    2 not solid, θεμέλια Sor.1.47.

German (Pape)

[Seite 290] = ἀπαγής, Arist. gen. anim. 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἄπηκτος: -ον, ὁ μὴ πηγνύμενος, ὁ μὴ γινόμενος πηκτός, ὁ ἀνεπίδεκτος στερεοποιήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 6, κ. ἐξ., πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 7, Ἱστ. Ζ. 3. 17, 1.

Spanish (DGE)

-ον
1 insolidificable ἀ. ὅσα μὴ ἔχει ὑγρότητα Arist.Mete.385b1, ἀήρ Arist.GA 735b30, πιμελή Arist.HA 520a8, τὸ ὑγρόν Arist.Sens.438a22.
2 que no es sólido θεμέλια Sor.34.23.

Greek Monolingual

κ. άπηχτος -η, -ο (Α ἄπηκτος, -ον)
αυτός που δεν έχει πήξει, μαλακός
νεοελλ.
φρ. «το μυαλό του είναι άπηχτο ακόμη» — δεν συμπεριφέρεται με ωριμότητα, παιδιαρίζει
αρχ.
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να πήξει, να στερεοποιηθεί.

Russian (Dvoretsky)

ἄπηκτος: не густеющий, не твердеющий, не застывающий (ἀήρ, πιμελή Arst.).