αμερόληπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast

Menander, Monostichoi, 400
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που δεν μεροληπτεί, που δεν παίρνει το [[μέρος]] κανενός, [[δίκαιος]], [[ευθύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μεροληπτώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμεροληπτώ]], [[αμεροληψία]]].
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που δεν μεροληπτεί, που δεν παίρνει το [[μέρος]] κανενός, [[δίκαιος]], [[ευθύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[μεροληπτώ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αμεροληπτώ]], [[αμεροληψία]]].
}}
}}

Latest revision as of 23:34, 29 December 2020

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν μεροληπτεί, που δεν παίρνει το μέρος κανενός, δίκαιος, ευθύς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερ. + μεροληπτώ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμεροληπτώ, αμεροληψία].