ἀπφύς: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
(6)
(3)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀπφῡς (-ύος), ο (AM)<br />θωπευτική [[προσαγόρευση]] για τον [[πατέρα]] από τα [[παιδιά]] του («καλὸς ἀπφῡς» — [[καλός]] ο [[μπαμπάκας]] σου, ο [[παπάκης]], <b>Θεόκρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικός τ. της παιδικής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Πρβλ. [[άππα]], [[άττα]], <i>άπφα</i>, <i>πάππα</i>].
|mltxt=ἀπφῡς (-ύος), ο (AM)<br />θωπευτική [[προσαγόρευση]] για τον [[πατέρα]] από τα [[παιδιά]] του («καλὸς ἀπφῡς» — [[καλός]] ο [[μπαμπάκας]] σου, ο [[παπάκης]], <b>Θεόκρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικός τ. της παιδικής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Πρβλ. [[άππα]], [[άττα]], <i>άπφα</i>, <i>πάππα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπφύς:''' -ύος, ὁ, [[λέξη]] που εκφράζει [[τρυφερότητα]] και χρησιμ. από τα [[παιδιά]] όταν προσφωνούν ή μιλούν στον [[πατέρα]] τους, μπαμπάκας, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 18:24, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 341] ύος, ὁ, in B. A. 857, 7 ἀπφῦς accentuirt, schmeichelnder Name, den lallende Kinder dem Vater geben, Papa, nur nom. u. accus., Theocr. 15, 13. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπφύς: ἢ ἀπφῦς, (Α. Β. 857), γεν. -ύος, ὁ, λέξις ἀγάπης καὶ τρυφερότητος λεγομένη ἐκ μέρους τῶν τέκνων πρὸς τὸν πατέρα, Ἑβραϊστὶ Ἀββᾶ, Θεόκρ. 15. 14· πρβλ. ἀπφὰ ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
papa mot d’enfant.
Étymologie: cf. ἀπφά, ἄπφα.

Greek Monolingual

ἀπφῡς (-ύος), ο (AM)
θωπευτική προσαγόρευση για τον πατέρα από τα παιδιά του («καλὸς ἀπφῡς» — καλός ο μπαμπάκας σου, ο παπάκης, Θεόκρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικός τ. της παιδικής γλώσσας με εκφραστικό αναδιπλασιασμό. Πρβλ. άππα, άττα, άπφα, πάππα].

Greek Monotonic

ἀπφύς: -ύος, ὁ, λέξη που εκφράζει τρυφερότητα και χρησιμ. από τα παιδιά όταν προσφωνούν ή μιλούν στον πατέρα τους, μπαμπάκας, σε Θεόκρ.