βεβηλώνω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil

Source
(7)
 
m (Text replacement - "οῡντα" to "οῦντα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM βεβηλῶ, -όω) [[βέβηλος]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] βέβηλο, [[μιαίνω]], δεν [[σέβομαι]] την ιερότητά του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[καταλύω]], [[αθετώ]] («βεβηλοῡντα τὸ [[Σάββατον]]»).
|mltxt=(AM βεβηλῶ, -όω) [[βέβηλος]]<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] βέβηλο, [[μιαίνω]], δεν [[σέβομαι]] την ιερότητά του<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[καταλύω]], [[αθετώ]] («βεβηλοῦντα τὸ [[Σάββατον]]»).
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 26 March 2021

Greek Monolingual

(AM βεβηλῶ, -όω) βέβηλος
καθιστώ κάτι βέβηλο, μιαίνω, δεν σέβομαι την ιερότητά του
αρχ.-μσν.
καταλύω, αθετώ («βεβηλοῦντα τὸ Σάββατον»).