βούτη: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(7)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[βούτα]] και βούτσα, η (Μ [[βούττη]] και βοῡττις)<br /><b>1.</b> [[ξύλινος]] [[κάδος]] για διάφορες χρήσεις, [[φύλαξη]] τυριού, [[μεταφορά]] σταφίδας κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[σκάφη]]<br /><b>3.</b> [[δοχείο]] απορριμμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., όπως εξάλλου πολλές λέξεις που δηλώνουν αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως δοχεία (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμίς]], [[βυτίνη]] <b>κ.ά.</b>) Το λατ. <i>buttis</i> [[είναι]] [[μάλλον]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
|mltxt=και [[βούτα]] και βούτσα, η (Μ [[βούττη]] και βοῡττις)<br /><b>1.</b> [[ξύλινος]] [[κάδος]] για διάφορες χρήσεις, [[φύλαξη]] τυριού, [[μεταφορά]] σταφίδας κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[σκάφη]]<br /><b>3.</b> [[δοχείο]] απορριμμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., όπως εξάλλου πολλές λέξεις που δηλώνουν αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως δοχεία ([[πρβλ]]. [[αμίς]], [[βυτίνη]] <b>κ.ά.</b>) Το λατ. <i>buttis</i> [[είναι]] [[μάλλον]] [[δάνειο]] από την Ελληνική].
}}
}}

Revision as of 08:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

και βούτα και βούτσα, η (Μ βούττη και βοῡττις)
1. ξύλινος κάδος για διάφορες χρήσεις, φύλαξη τυριού, μεταφορά σταφίδας κ.λπ.
2. σκάφη
3. δοχείο απορριμμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. πρόκειται για δάνεια λ., όπως εξάλλου πολλές λέξεις που δηλώνουν αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ως δοχεία (πρβλ. αμίς, βυτίνη κ.ά.) Το λατ. buttis είναι μάλλον δάνειο από την Ελληνική].