ἀντισπαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(5)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀντισπαστικός]], ή, -όν)<br /><b>(Μετρ.)</b> αυτός που ανήκει στον αντίσπαστο ή αποτελείται από αντισπάστους<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να αναχαιτίζει.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀντισπαστικός]], ή, -όν)<br /><b>(Μετρ.)</b> αυτός που ανήκει στον αντίσπαστο ή αποτελείται από αντισπάστους<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να αναχαιτίζει.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντισπαστικός:''' <b class="num">II</b> ὁ (sc. [[πούς]]) = [[ἀντίσπαστος]] II.<br />сокращающийся, сжимающийся ([[ὑστέρα]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 16:43, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντισπαστικός Medium diacritics: ἀντισπαστικός Low diacritics: αντισπαστικός Capitals: ΑΝΤΙΣΠΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: antispastikós Transliteration B: antispastikos Transliteration C: antispastikos Beta Code: a)ntispastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A able to draw back, retractile, Arist.HA638a31.    II revulsive, βοηθήματα Gal. 17(1).907. Adv. -κῶς Id.11.305.    III in Metric, antispastic, Heph.10,al.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισπαστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα ν’ ἀντισπᾷ ἢ ν’ ἀναχαιτίζῃ: ἀντισπαστικὸν βοήθημα, τό γε μὴν ἐμέτοις χρῆσθαι, τῶν αἰδοίων πεπονθότων, ἀντισπαστικόν ἐστι βοήθημα. Γαλην.· οὐκέτι τὴν ὑστέραν ποιεῖ ἀντισπαστικὴν Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 7, 6: ― Ἐπίρρ. -κῶς Ὀρειβάσ. 2, σ. 32, Daremb. ΙΙ. ἐν τῇ μετρικῇ, ὁ ἀνήνων εἰς τὸν ἀντίσπαστον, ἀντισπαστικὸν μέτρον Ἡφαιστ. 1. 9., 10. 1.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I cien.
1 retráctil οὐκέτι τὴν ὑστέραν ποιεῖ ἀντισπαστικήν Arist.HA 638a31.
2 revulsivo βοηθήματα Gal.17(1).907.
II métr.
1 antispástico Heph.10, Mar.Vict.p.87, Diom.1.505.13, Seru.4.463.17, Priscian.Inst.3.459.10.
2 endecasílabo sáfico Mar.Vict. p.172.
III adv. -ῶς espasmódicamente Gal.11.305.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀντισπαστικός, ή, -όν)
(Μετρ.) αυτός που ανήκει στον αντίσπαστο ή αποτελείται από αντισπάστους
αρχ.
ο ικανός να αναχαιτίζει.

Russian (Dvoretsky)

ἀντισπαστικός: II ὁ (sc. πούς) = ἀντίσπαστος II.
сокращающийся, сжимающийся (ὑστέρα Arst.).