αλωνοτόπι: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(3)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />το [[αλώνι]] και (γενικά) [[κάθε]] [[τόπος]] που μπορεί να γίνει [[αλώνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> τα <i>αλωνοτόπια</i><br />[[τοποθεσία]] όπου υπάρχουν [[πολλά]] αλώνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. [[ἁλωνοτόπιον]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλώνι</i>(<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> [[τόπιον]], υποκορ. του ουσ. [[τόπος]].
|mltxt=το<br />το [[αλώνι]] και (γενικά) [[κάθε]] [[τόπος]] που μπορεί να γίνει [[αλώνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> τα <i>αλωνοτόπια</i><br />[[τοποθεσία]] όπου υπάρχουν [[πολλά]] αλώνια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> μσν. [[ἁλωνοτόπιον]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλώνι</i>(<i>ον</i>) <span style="color: red;">+</span> [[τόπιον]], υποκορ. του ουσ. [[τόπος]].
}}
}}

Latest revision as of 23:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

το
το αλώνι και (γενικά) κάθε τόπος που μπορεί να γίνει αλώνι
νεοελλ.
στον πληθ. τα αλωνοτόπια
τοποθεσία όπου υπάρχουν πολλά αλώνια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < μσν. ἁλωνοτόπιον < ἁλώνι(ον) + τόπιον, υποκορ. του ουσ. τόπος.