αγάς: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[ἀγάς]])<br />[[τίτλος]] Τούρκου αξιωματούχου, [[άρχοντας]], [[διοικητής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> [[δεσποτικός]], [[τύραννος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ζει με [[μεγάλη]] οικονομική [[άνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>aga</i> (= [[διοικητής]])].
|mltxt=ο (Μ [[ἀγάς]])<br />[[τίτλος]] Τούρκου αξιωματούχου, [[άρχοντας]], [[διοικητής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b><br /><b>1.</b> [[δεσποτικός]], [[τύραννος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ζει με [[μεγάλη]] οικονομική [[άνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> τουρκ. <i>aga</i> (= [[διοικητής]])].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

ο (Μ ἀγάς)
τίτλος Τούρκου αξιωματούχου, άρχοντας, διοικητής
νεοελλ.
μτφ.
1. δεσποτικός, τύραννος
2. αυτός που ζει με μεγάλη οικονομική άνεση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τουρκ. aga (= διοικητής)].