αγάς

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330

Greek Monolingual

ο (Μ ἀγάς)
τίτλος Τούρκου αξιωματούχου, άρχοντας, διοικητής
νεοελλ.
μτφ.
1. δεσποτικός, τύραννος
2. αυτός που ζει με μεγάλη οικονομική άνεση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < τουρκ. aga (= διοικητής)].