αήθης: Difference between revisions
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (Α [[ἀήθης]])<br />[[ασυνήθιστος]], [[ιδιόρρυθμος]], [[παράξενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανάρμοστος]], [[απρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]], εξοικειωμένος με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για έργα, συγγράμματα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν εχει [[ήθος]] ή χαρακτήρα<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀήθως</i><br />απροσδόκητα, [[ξαφνικά]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ες (Α [[ἀήθης]])<br />[[ασυνήθιστος]], [[ιδιόρρυθμος]], [[παράξενος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανάρμοστος]], [[απρεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν [[είναι]] [[συνηθισμένος]] σε [[κάτι]], εξοικειωμένος με [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για έργα, συγγράμματα <b>κ.λπ.</b>) αυτός που δεν εχει [[ήθος]] ή χαρακτήρα<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀήθως</i><br />απροσδόκητα, [[ξαφνικά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ἦθος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀήθεια]], [[ἀηθέσσω]], [[ἀηθέω]], [[ἀηθίζομαι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:10, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ες (Α ἀήθης)
ασυνήθιστος, ιδιόρρυθμος, παράξενος
νεοελλ.
ανάρμοστος, απρεπής
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι συνηθισμένος σε κάτι, εξοικειωμένος με κάτι
2. (για έργα, συγγράμματα κ.λπ.) αυτός που δεν εχει ήθος ή χαρακτήρα
3. επίρρ. ἀήθως
απροσδόκητα, ξαφνικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + ἦθος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀήθεια, ἀηθέσσω, ἀηθέω, ἀηθίζομαι.