αήθης

From LSJ

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425

Greek Monolingual

-ες (Α ἀήθης)
ασυνήθιστος, ιδιόρρυθμος, παράξενος
νεοελλ.
ανάρμοστος, απρεπής
αρχ.
1. αυτός που δεν είναι συνηθισμένος σε κάτι, εξοικειωμένος με κάτι
2. (για έργα, συγγράμματα κ.λπ.) αυτός που δεν εχει ήθος ή χαρακτήρα
3. επίρρ. ἀήθως
απροσδόκητα, ξαφνικά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ἦθος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀήθεια, ἀηθέσσω, ἀηθέω, ἀηθίζομαι.