ακαμπτόπους: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(2)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκαμπτόπους]] (-ποδος), ο, η (Α)<br />[[εκείνος]] που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκαμπτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
|mltxt=[[ἀκαμπτόπους]] (-ποδος), ο, η (Α)<br />[[εκείνος]] που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκαμπτος]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]].
}}
}}

Latest revision as of 22:46, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκαμπτόπους (-ποδος), ο, η (Α)
εκείνος που έχει άκαμπτα ή δύσκαμπτα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄκαμπτος + πούς.