απασχόληση: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(5) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α ἀπασχόλησις, -εως)<br />η [[ενασχόληση]] με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[απόσπαση]] κάποιου από το [[κυρίως]] [[έργο]] του («με συγχωρείς για την [[απασχόληση]]»)<br /><b>2.</b> η [[δυνατότητα]] του ατόμου να χρησιμοποιήσει τις ικανότητες του και να συ μετάσχει στη συλλογική [[εργασία]] της κοινωνίας. | |mltxt=η (Α [[ἀπασχόλησις]], -εως)<br />η [[ενασχόληση]] με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[απόσπαση]] κάποιου από το [[κυρίως]] [[έργο]] του («με συγχωρείς για την [[απασχόληση]]»)<br /><b>2.</b> η [[δυνατότητα]] του ατόμου να χρησιμοποιήσει τις ικανότητες του και να συ μετάσχει στη συλλογική [[εργασία]] της κοινωνίας. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:11, 26 June 2024
Greek Monolingual
η (Α ἀπασχόλησις, -εως)
η ενασχόληση με κάτι
νεοελλ.
η απόσπαση κάποιου από το κυρίως έργο του («με συγχωρείς για την απασχόληση»)
2. η δυνατότητα του ατόμου να χρησιμοποιήσει τις ικανότητες του και να συ μετάσχει στη συλλογική εργασία της κοινωνίας.