απασχόληση: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(5)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α ἀπασχόλησις, -εως)<br />η [[ενασχόληση]] με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[απόσπαση]] κάποιου από το [[κυρίως]] [[έργο]] του («με συγχωρείς για την [[απασχόληση]]»)<br /><b>2.</b> η [[δυνατότητα]] του ατόμου να χρησιμοποιήσει τις ικανότητες του και να συ μετάσχει στη συλλογική [[εργασία]] της κοινωνίας.
|mltxt=η (Α [[ἀπασχόλησις]], -εως)<br />η [[ενασχόληση]] με [[κάτι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[απόσπαση]] κάποιου από το [[κυρίως]] [[έργο]] του («με συγχωρείς για την [[απασχόληση]]»)<br /><b>2.</b> η [[δυνατότητα]] του ατόμου να χρησιμοποιήσει τις ικανότητες του και να συ μετάσχει στη συλλογική [[εργασία]] της κοινωνίας.
}}
}}

Latest revision as of 11:11, 26 June 2024

Greek Monolingual

η (Α ἀπασχόλησις, -εως)
η ενασχόληση με κάτι
νεοελλ.
η απόσπαση κάποιου από το κυρίως έργο του («με συγχωρείς για την απασχόληση»)
2. η δυνατότητα του ατόμου να χρησιμοποιήσει τις ικανότητες του και να συ μετάσχει στη συλλογική εργασία της κοινωνίας.