αγιογδύτης: Difference between revisions
From LSJ
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. -ισσα)<br /><b>1.</b> αυτός που κλέβει [[ακόμη]] και τους αγίους, που απογυμνώνει [[ακόμη]] και τους ιερούς τόπους, [[ιερόσυλος]]<br /><b>2.</b> [[αισχροκερδής]], [[τοκογλύφος]], [[κλέφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=ο (θηλ. -ισσα)<br /><b>1.</b> αυτός που κλέβει [[ακόμη]] και τους αγίους, που απογυμνώνει [[ακόμη]] και τους ιερούς τόπους, [[ιερόσυλος]]<br /><b>2.</b> [[αισχροκερδής]], [[τοκογλύφος]], [[κλέφτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άγιος]] <span style="color: red;">+</span> [[γδύνω]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
ο (θηλ. -ισσα)
1. αυτός που κλέβει ακόμη και τους αγίους, που απογυμνώνει ακόμη και τους ιερούς τόπους, ιερόσυλος
2. αισχροκερδής, τοκογλύφος, κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγιος + γδύνω].