αγιογδύτης

From LSJ

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ισσα)
1. αυτός που κλέβει ακόμη και τους αγίους, που απογυμνώνει ακόμη και τους ιερούς τόπους, ιερόσυλος
2. αισχροκερδής, τοκογλύφος, κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγιος + γδύνω].