γεωρύχος: Difference between revisions
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
(8) |
(3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[γεωρύχος]], -ον)<br />([[κυρίως]] για [[τρωκτικά]] ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους [[μέσα]] σ' αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> [[ορύσσω]]]. | |mltxt=ο (Α [[γεωρύχος]], -ον)<br />([[κυρίως]] για [[τρωκτικά]] ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους [[μέσα]] σ' αυτήν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεω</i> - <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> [[ορύσσω]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''γεωρύχος:''' [ῠ], -ον (γῆ, [[ὀρύσσω]]), αυτός που σκάβει, ανασκάπτει τη γη, σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
γεωρύχος: [ῠ], -ον, (γῆ, ὀρύσσω) ὁ ἀνασκάπτων τὴν γῆν, Στράβων 144.
Greek Monolingual
ο (Α γεωρύχος, -ον)
(κυρίως για τρωκτικά ζώα) αυτός που ανασκάπτει τη γη, αυτός που διανοίγει υπονόμους μέσα σ' αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + ορύσσω].
Greek Monotonic
γεωρύχος: [ῠ], -ον (γῆ, ὀρύσσω), αυτός που σκάβει, ανασκάπτει τη γη, σε Στράβ.