δείσα: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(8) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=δεῑσα, η (Α)<br />[[μούχλα]], [[ακαθαρσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[δείσα]] προέρχεται πιθ. από τ. <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>ia</i> ή <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>sa</i> με [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>eid</i> (<i>h</i>)- «[[λάσπη]], [[ρύπος]]» ( | |mltxt=δεῑσα, η (Α)<br />[[μούχλα]], [[ακαθαρσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για [[λέξη]] αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. [[δείσα]] προέρχεται πιθ. από τ. <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>ia</i> ή <i>g</i><sup>w</sup><i>eidh</i>-<i>sa</i> με [[αναγωγή]] σε [[ρίζα]] <i>g</i><sup>w</sup><i>eid</i> (<i>h</i>)- «[[λάσπη]], [[ρύπος]]» ([[πρβλ]]. αρχ. σλαβ. <i>židŭkŭ</i> «πολύ [[ζουμερός]]», ρωσ. <i>židkij</i> «[[υγρός]]», αρχ. νορβ. <i>kveisa</i> «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. <i>έδεισα</i> που εμπεριέχει τη [[σημασία]] «[[φρίκη]], [[κάτι]] που προκαλεί τρόμο» ([[πρβλ]]. [[κνίσα]], <i>άση</i>)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
δεῑσα, η (Α)
μούχλα, ακαθαρσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λέξη αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. δείσα προέρχεται πιθ. από τ. gweidh-ia ή gweidh-sa με αναγωγή σε ρίζα gweid (h)- «λάσπη, ρύπος» (πρβλ. αρχ. σλαβ. židŭkŭ «πολύ ζουμερός», ρωσ. židkij «υγρός», αρχ. νορβ. kveisa «όγκος») Κατ' άλλους, πρόκειται για δημώδη λ. που προέρχεται από τον αόρ. έδεισα που εμπεριέχει τη σημασία «φρίκη, κάτι που προκαλεί τρόμο» (πρβλ. κνίσα, άση)].