δαμάλα: Difference between revisions
From LSJ
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
(8) |
(1b) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[δάμαλις]], Α και [[δαμάλη]], Μ και [[δαμαλίς]])<br />[[αγελάδα]], [[συνήθως]] νεαρή που δεν έχει [[ακόμη]] γεννήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br />χοντρή και ανόητη [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παρθένα]], [[κόρη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ [[δάμαλις]] ἡ [[ἄσπιλος]]» (για τη Θεοτόκο)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[δάμαλις]] σῡς» — γουρουνόπουλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[δαμάλης]]]. | |mltxt=η (AM [[δάμαλις]], Α και [[δαμάλη]], Μ και [[δαμαλίς]])<br />[[αγελάδα]], [[συνήθως]] νεαρή που δεν έχει [[ακόμη]] γεννήσει<br /><b>νεοελλ.</b><br />χοντρή και ανόητη [[γυναίκα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[παρθένα]], [[κόρη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «ἡ [[δάμαλις]] ἡ [[ἄσπιλος]]» (για τη Θεοτόκο)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[δάμαλις]] σῡς» — γουρουνόπουλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[δαμάλης]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δᾰμάλα:''' ἡ дор. = [[δαμάλη]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:08, 31 December 2018
Greek Monolingual
η (AM δάμαλις, Α και δαμάλη, Μ και δαμαλίς)
αγελάδα, συνήθως νεαρή που δεν έχει ακόμη γεννήσει
νεοελλ.
χοντρή και ανόητη γυναίκα
αρχ.-μσν.
παρθένα, κόρη
μσν.
φρ. «ἡ δάμαλις ἡ ἄσπιλος» (για τη Θεοτόκο)
αρχ.
φρ. «δάμαλις σῡς» — γουρουνόπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του δαμάλης].
Russian (Dvoretsky)
δᾰμάλα: ἡ дор. = δαμάλη.