γεννησιμιός: Difference between revisions
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(8) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ά, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει σε κάποιον εκ γενετής<br /><b>2.</b> το γνήσιο [[τέκνο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «από γεννησιμιού» — εκ γενετής, απ' τη [[στιγμή]] της γέννησης του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεννησ</i>-[[ιμαίος]] <span style="color: red;"><</span> [[γέννησις]] (-<i>η</i>) <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -[[ιμαίος]] ( | |mltxt=-ά, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που υπάρχει σε κάποιον εκ γενετής<br /><b>2.</b> το γνήσιο [[τέκνο]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «από γεννησιμιού» — εκ γενετής, απ' τη [[στιγμή]] της γέννησης του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γεννησ</i>-[[ιμαίος]] <span style="color: red;"><</span> [[γέννησις]] (-<i>η</i>) <span style="color: red;">+</span> <b>(κατάλ.)</b> -[[ιμαίος]] ([[πρβλ]]. [[αναδεξιμιός]], [[βαφτισιμιός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ά, -ό
1. αυτός που υπάρχει σε κάποιον εκ γενετής
2. το γνήσιο τέκνο
3. φρ. «από γεννησιμιού» — εκ γενετής, απ' τη στιγμή της γέννησης του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεννησ-ιμαίος < γέννησις (-η) + (κατάλ.) -ιμαίος (πρβλ. αναδεξιμιός, βαφτισιμιός)].