δαιμοναριά: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
(8)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Μ [[δαιμονιαρέα]])<br />η [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού [[υοσκύαμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δαιμονιαρέα]], θηλυκό του <i>δαιμονιάριος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βρομιαρέα</i>, <i>περβολαρέα</i>) σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τα θηλυκά σε -<i>έα</i> τών επιθέτων σε -<i>ύς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[βαρύς]]-[[βαρέα]], [[βαθύς]]-<i>βαθέα</i>)].
|mltxt=η (Μ [[δαιμονιαρέα]])<br />η [[κοινή]] [[ονομασία]] του φυτού [[υοσκύαμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δαιμονιαρέα]], θηλυκό του <i>δαιμονιάριος</i> ([[πρβλ]]. <i>βρομιαρέα</i>, <i>περβολαρέα</i>) σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τα θηλυκά σε -<i>έα</i> τών επιθέτων σε -<i>ύς</i> ([[πρβλ]]. [[βαρύς]]-[[βαρέα]], [[βαθύς]]-<i>βαθέα</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

η (Μ δαιμονιαρέα)
η κοινή ονομασία του φυτού υοσκύαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δαιμονιαρέα, θηλυκό του δαιμονιάριος (πρβλ. βρομιαρέα, περβολαρέα) σχηματίστηκε αναλογικά προς τα θηλυκά σε -έα τών επιθέτων σε -ύς (πρβλ. βαρύς-βαρέα, βαθύς-βαθέα)].