δειπνίον: Difference between revisions
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
(8) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δειπνίον]], το (Α)<br />φτωχικό, ανεπίσημο [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικό του [[δείπνον]]]. | |mltxt=[[δειπνίον]], το (Α)<br />φτωχικό, ανεπίσημο [[δείπνο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποκοριστικό του [[δείπνον]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δειπνίον:''' τό Arph. = [[δειπνάριον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, τό, Dim. of δεῖπνον, Ar.Fr.483.
German (Pape)
[Seite 540] τό, dim. von δεῖπνον, Ar. bei Hesych. s. V. οὐ γὰρ ἄκανθαι.
Greek (Liddell-Scott)
δειπνίον: -ου, τό, ὑποκορ. τοῦ δεῖπνον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 407.
Spanish (DGE)
-ου, τό pequeña cena, colación Ar.Fr.499.
Greek Monolingual
δειπνίον, το (Α)
φτωχικό, ανεπίσημο δείπνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του δείπνον].
Russian (Dvoretsky)
δειπνίον: τό Arph. = δειπνάριον.