δίωρος: Difference between revisions
From LSJ
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
(9) |
m (Text replacement - "———————— " to "<br />") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (AM [[δίωρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί δύο ώρες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίωρο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] δύο ωρών. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο (AM [[δίωρος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που διαρκεί δύο ώρες<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίωρο</i><br />[[χρονικό]] [[διάστημα]] δύο ωρών.<br /><b>(II)</b><br />[[δίωρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει δύο οροθετικούς λίθους. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:04, 8 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], ον, (ὅρος)
A having two boundary stones, λόφος Schwyzer 664.20 (Orchom. Arc., iv B. C.). II δίωρον· ἀσύμφωνον, οἱ δὲ ἀνόμοιον, διάφωνον, Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
que sirve de mojón o línea divisoria, que es la linde λόφος Schwyzer 664.20 (Orcómeno IV a.C.), cf. δίορος, δίσορος.
-ον
1 de dos tiempos, desacordado Hsch.
2 astrol., subst. τὸ δ. doble hora Vett.Val.365.21, 27, 366.11.
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο (AM δίωρος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που διαρκεί δύο ώρες
2. το ουδ. ως ουσ. το δίωρο
χρονικό διάστημα δύο ωρών.
(II)
δίωρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύο οροθετικούς λίθους.