διφρηλασία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διφρηλασία]], η (AM)<br />[[οδήγηση]] δίφρου, άρματος.
|mltxt=[[διφρηλασία]], η (AM)<br />[[οδήγηση]] δίφρου, άρματος.
}}
{{elru
|elrutext='''διφρηλᾰσία:''' ἡ Pind. = [[διφρεία]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διφρηλᾰσία Medium diacritics: διφρηλασία Low diacritics: διφρηλασία Capitals: ΔΙΦΡΗΛΑΣΙΑ
Transliteration A: diphrēlasía Transliteration B: diphrēlasia Transliteration C: difrilasia Beta Code: difrhlasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A chariotdriving, Pi. O.3.38.

German (Pape)

[Seite 645] ἡ, das Fahren, Pind. Ol. 3, 40.

Greek (Liddell-Scott)

διφρηλᾰσία: ἡ, τὸ ὁδηγεῖν δίφρον, Πίνδ. Ο. 3. 67.

English (Slater)

διφρηλᾰσία
   1 chariot driving ἀγῶνα νέμειν ἀνδρῶν τ' ἀρετᾶς πέρι καὶ ῥιμφαρμάτου διφρηλασίας (O. 3.38)

Spanish (DGE)

(διφρηλᾰσία) -ας, ἡ
conducción del carro Pi.O.3.38, Tz.Comm.Ar.2.386.6, Eust.612.41.

Greek Monolingual

διφρηλασία, η (AM)
οδήγηση δίφρου, άρματος.

Russian (Dvoretsky)

διφρηλᾰσία: ἡ Pind. = διφρεία.