ἐθελοπονία: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(10) |
(2) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐθελοπονία]], η (Α)<br />[[φιλοπονία]]. | |mltxt=[[ἐθελοπονία]], η (Α)<br />[[φιλοπονία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐθελοπονία:''' ἡ охота к труду, трудолюбие Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 718] ἡ, Liebe zur Arbeit, Arbeitsamkeit, Xen. Oec. 21, 6, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοπονία: ἡ, τὸ ἐθελουσίως πονεῖν, πιθανὴ γραφ. ἀντὶ φιλοπονία ἐν Ξεν. Οἰκ. 21. 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonne volonté au travail, activité.
Étymologie: ἐθελόπονος.
Greek Monolingual
ἐθελοπονία, η (Α)
φιλοπονία.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοπονία: ἡ охота к труду, трудолюбие Xen.