διαττώ: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(9)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=διαττῶ (-άω) (Α)<br />[[κοσκινίζω]] καλά, [[ψιλοκοσκινίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. (<i>δια</i>-) <i>ττάω</i> ανάγεται σε τ. <i>τFαyω</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>tu</i><i>ā</i>- «[[κοσκινίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>titau</i>- «[[κόσκινο]]» λιθ. <i>tvoju</i> «[[μάχομαι]]», αν και σημασιολογικώς διαφορετικό από το ελλ. [[διαττάω]])].
|mltxt=διαττῶ (-άω) (Α)<br />[[κοσκινίζω]] καλά, [[ψιλοκοσκινίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. (<i>δια</i>-) <i>ττάω</i> ανάγεται σε τ. <i>τFαyω</i> <span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>tu</i><i>ā</i>- «[[κοσκινίζω]]» ([[πρβλ]]. αρχ. ινδ. <i>titau</i>- «[[κόσκινο]]» λιθ. <i>tvoju</i> «[[μάχομαι]]», αν και σημασιολογικώς διαφορετικό από το ελλ. [[διαττάω]])].
}}
}}

Revision as of 08:53, 23 August 2021

Greek Monolingual

διαττῶ (-άω) (Α)
κοσκινίζω καλά, ψιλοκοσκινίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. (δια-) ττάω ανάγεται σε τ. τFαyω < ΙΕ tuā- «κοσκινίζω» (πρβλ. αρχ. ινδ. titau- «κόσκινο» λιθ. tvoju «μάχομαι», αν και σημασιολογικώς διαφορετικό από το ελλ. διαττάω)].