έμφορτος: Difference between revisions
From LSJ
ἆρά γε λόγον ἔχει δυοῖν ἀρχαῖν, ὑλικῆς τε καὶ δραστικῆς → does it in fact have the function of two principles, the material and the active?
(11) |
m (Text replacement - "πλοῑον" to "πλοῖον") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔμφορτος]], -ον (Α)<br />[[γεμάτος]] [[φορτίο]], φορτωμένος, [[κατάφορτος]] ( | |mltxt=[[ἔμφορτος]], -ον (Α)<br />[[γεμάτος]] [[φορτίο]], φορτωμένος, [[κατάφορτος]] («πλοῖον ἔμφορτον»). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:25, 4 May 2022
Greek Monolingual
ἔμφορτος, -ον (Α)
γεμάτος φορτίο, φορτωμένος, κατάφορτος («πλοῖον ἔμφορτον»).