ἔμφορτος
From LSJ
English (LSJ)
ἔμφορτον, laden with, ἐδωδῆς Opp.H.2.212: abs., laden, πλοῖον D.L.1.31; σαγήνη Iamb.VP8.36.
Spanish (DGE)
-ον
1 cargado πλοῖον D.L.1.31, ναῦς Orac.Sib.2.210, σαγήνη Iambl.VP 36.
2 lleno, atiborrado c. gen. obj. ἐδωδῆς dicho de un pez, Opp.H.2.212, οἴνου Eust.461.17.
German (Pape)
[Seite 820] belastet, beladen; τινός, D. L. 1, 31; Opp. H. 2, 212.
Russian (Dvoretsky)
ἔμφορτος: нагруженный (πλοῖον Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔμφορτος: -ον, πεφορτωμένος, ἔμφορτον ἐδωδῆς Ὀππ. Ἁλ. 2. 212, Διογ. Λ. 1. 31.
Greek Monolingual
ἔμφορτος, -ον (Α)
γεμάτος φορτίο, φορτωμένος, κατάφορτος («πλοῖον ἔμφορτον»).