ψάγιος: Difference between revisions
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(47c) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[πλάγιος]], [[επικλινής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ασταθής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η σημ. του επιθ. οδηγεί στο επίθ. [[πλάγιος]]. Ωστόσο, μορφολογικές δυσχέρειες καθιστούν προβληματική τη σύνδεσή τους]. | |mltxt=-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[πλάγιος]], [[επικλινής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ασταθής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η σημ. του επιθ. οδηγεί στο επίθ. [[πλάγιος]]. Ωστόσο, μορφολογικές δυσχέρειες καθιστούν προβληματική τη σύνδεσή τους]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ψάγιος -α -ον [~ πλάγιος?] dwars, ongepast. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον,
A oblique, askew, metaph., mal à propos, blundering, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον (sic codd. vett.) ὄαρον ἐννέπων Pi.N.7.69: ψάγιον· πλάγιον, λοξόν, ἐπικεκλιμένον, Hsch.; ψάδιον· κάταντες, Id.
Greek (Liddell-Scott)
ψάγιος: -α, -ον, = πλάγιος, «ψάγιον· πλάγιον, λοξόν, ἐπικεκλιμένον» Ἡσύχ.
English (Slater)
ψᾰγῐος
1 crooked, distorted met. μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι ψάγιον ὄαρον ἐννέπων (N. 7.69)
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α
1. πλάγιος, επικλινής
2. μτφ. ασταθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. του επιθ. οδηγεί στο επίθ. πλάγιος. Ωστόσο, μορφολογικές δυσχέρειες καθιστούν προβληματική τη σύνδεσή τους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψάγιος -α -ον [~ πλάγιος?] dwars, ongepast.