έβδομος: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(10) |
mNo edit summary |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἕβδομος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχει τη [[θέση]] με τον αριθμό [[επτά]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το έβδομο</i>(<i>ν</i>)<br />ένα από τα [[επτά]] ίσα ή όμοια μέρη ενός συνόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως απόλ.) [[επτά]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἕβδομον</i><br />για έβδομη [[φορά]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἕβδομα</i><br />[[έργο]] [[επτά]] χρόνων. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἕβδομος]], -η, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που κατέχει τη [[θέση]] με τον αριθμό [[επτά]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το έβδομο</i>(<i>ν</i>)<br />ένα από τα [[επτά]] ίσα ή όμοια μέρη ενός συνόλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως απόλ.) [[επτά]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἕβδομον</i><br />για έβδομη [[φορά]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἕβδομα</i><br />[[έργο]] [[επτά]] χρόνων. | ||
}} | }} | ||
Εγώ μεταφραστής |
Revision as of 09:10, 9 October 2022
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἕβδομος, -η, -ον)
1. αυτός που κατέχει τη θέση με τον αριθμό επτά
2. το ουδ. ως ουσ. το έβδομο(ν)
ένα από τα επτά ίσα ή όμοια μέρη ενός συνόλου
αρχ.
1. (ως απόλ.) επτά
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἕβδομον
για έβδομη φορά
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἕβδομα
έργο επτά χρόνων.
Εγώ μεταφραστής