ψιλοχάραγος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει χαραχθεί με [[λεπτότητα]], με [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψιλό</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χάραγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαράσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καλο</i>-<i>χάραγος</i>].
|mltxt=-η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει χαραχθεί με [[λεπτότητα]], με [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψιλό</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χάραγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαράσσω]]), [[πρβλ]]. <i>καλο</i>-<i>χάραγος</i>].
}}
}}

Revision as of 15:43, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει χαραχθεί με λεπτότητα, με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό- + -χάραγος (< χαράσσω), πρβλ. καλο-χάραγος].