ψυχοπάθεια: Difference between revisions
From LSJ
(47c) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, Ν<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> γενική [[ονομασία]] τών ψυχικών διαταραχών<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[κατάσταση]] του ατόμου του οποίου οι ψυχικές ικανότητες έχουν αλλοιωθεί [[σοβαρά]], μη επιτρέποντάς του [[διαβίωση]] συμβατή με την κοινωνική ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. | |mltxt=η, Ν<br /><b>ιατρ.</b><br /><b>1.</b> γενική [[ονομασία]] τών ψυχικών διαταραχών<br /><b>2.</b> (ειδικά) η [[κατάσταση]] του ατόμου του οποίου οι ψυχικές ικανότητες έχουν αλλοιωθεί [[σοβαρά]], μη επιτρέποντάς του [[διαβίωση]] συμβατή με την κοινωνική ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ. [[πρβλ]]. γαλλ. <i>psychopathic</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πάθεια</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>παθής</i> <span style="color: red;"><</span> [[πάθος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σπ. Μαυρογένη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:48, 23 August 2021
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ.
1. γενική ονομασία τών ψυχικών διαταραχών
2. (ειδικά) η κατάσταση του ατόμου του οποίου οι ψυχικές ικανότητες έχουν αλλοιωθεί σοβαρά, μη επιτρέποντάς του διαβίωση συμβατή με την κοινωνική ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. γαλλ. psychopathic (< ψυχή + -πάθεια < -παθής < πάθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σπ. Μαυρογένη].