ωμόμετρο: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>φυσ.</b> όργανο με το οποίο μετρείται [[γρήγορα]] και πρακτικά η ηλεκτρική [[αντίσταση]] διαφόρων υλικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο αντιδάνειο σύνθ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>ohmmeter</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Ohm</i>, όν. Γερμανού φυσικού) <span style="color: red;">+</span> <i>meter</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρο]])].
|mltxt=το, Ν<br /><b>φυσ.</b> όργανο με το οποίο μετρείται [[γρήγορα]] και πρακτικά η ηλεκτρική [[αντίσταση]] διαφόρων υλικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Νόθο αντιδάνειο σύνθ., [[πρβλ]]. αγγλ. <i>ohmmeter</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Ohm</i>, όν. Γερμανού φυσικού) <span style="color: red;">+</span> <i>meter</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέτρο]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

το, Ν
φυσ. όργανο με το οποίο μετρείται γρήγορα και πρακτικά η ηλεκτρική αντίσταση διαφόρων υλικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. ohmmeter (< Ohm, όν. Γερμανού φυσικού) + meter (< μέτρο)].