αγλαόγυιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγλαόγυιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραία τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[γυῖον]].
|mltxt=[[ἀγλαόγυιος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραία τα [[μέλη]] του σώματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[γυῖον]].
}}
}}

Latest revision as of 22:20, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγλαόγυιος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + γυῖον.