άγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄγνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θραύω]], [[συντρίβω]], [[σπάζω]]<br /><b>2.</b> (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι [[ολόγυρα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», [[ποταμός]] με ελικοειδές [[ρεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fάγ</i>-<i>νυ</i>-<i>μι</i>, η [[ρίζα]] [[συγγενής]] [[προς]] το τοχαρικό <i>w</i><i>ā</i><i>k</i> (= [[σπάζω]], [[σχίζω]]) και ίσως και με το λατ. <i>v</i><i>ā</i><i>g</i><i>ī</i><i>na</i> (= όριο).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἄγανος]], <i>ἀγή</i>, [[ἄγμα]], [[ἀγμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀαγής]], [[ἐξάγνυμι]], [[κατάγνυμι]], [[συνάγνυμι]].
|mltxt=[[ἄγνυμι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[θραύω]], [[συντρίβω]], [[σπάζω]]<br /><b>2.</b> (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι [[ολόγυρα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», [[ποταμός]] με ελικοειδές [[ρεύμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Fάγ</i>-<i>νυ</i>-<i>μι</i>, η [[ρίζα]] [[συγγενής]] [[προς]] το τοχαρικό <i>w</i><i>ā</i><i>k</i> (= [[σπάζω]], [[σχίζω]]) και ίσως και με το λατ. <i>v</i><i>ā</i><i>g</i><i>ī</i><i>na</i> (= όριο).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἄγανος]], <i>ἀγή</i>, [[ἄγμα]], [[ἀγμός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ἀαγής]], [[ἐξάγνυμι]], [[κατάγνυμι]], [[συνάγνυμι]].
}}
}}

Latest revision as of 21:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄγνυμι (Α)
1. θραύω, συντρίβω, σπάζω
2. (για ήχους) απλώνομαι, διαχέομαι, διαδίδομαι ολόγυρα
3. φρ. «ποταμὸς περὶ καμπὰς πολλὰς ἀγνούμενος», ποταμός με ελικοειδές ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Fάγ-νυ-μι, η ρίζα συγγενής προς το τοχαρικό wāk (= σπάζω, σχίζω) και ίσως και με το λατ. vāgīna (= όριο).
ΠΑΡ. ἄγανος, ἀγή, ἄγμα, ἀγμός.
ΣΥΝΘ. ἀαγής, ἐξάγνυμι, κατάγνυμι, συνάγνυμι.