ἐξάγνυμι
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
English (LSJ)
break and tear away, rend, ὡς δὲ λέων.. ἐξ αὐχένα ἄξῃ πόρτιος Il.5.161; ἐξ αὐχέν' ἔαξε 17.63: aor. 2 part. Pass. ἐξεᾰγεῖσα A.R. 4.1686 (nisi leg. ἐξᾱγεῖσα).
Spanish (DGE)
(ἐξάγνῡμι)
• Morfología: [aor. ind. sigm. ἔαξε Il.17.63, subj. ἄξῃ Il.5.161 (ambos tm.), aor. rad. part. ἐξεᾰγεῖσα A.R.4.1686]
partir completamente, arrancar, descuajar ὡς δὲ λέων ... ἐξ αὐχένα ἄξῃ πόρτιος Il.5.161, cf. 17.63, en v. pas. πρυμνόθεν ἐξεαγεῖσα de un pino batido por los vientos, A.R.l.c.
German (Pape)
[Seite 861] (s. ἄγνυμι), herausbrechen, nur in tmesi, ἐξ αὐχέν' ἔαξε Il. 5, 161. 17, 63; ἐξεαγεῖσα Ap. Rh. 4, 1686.
French (Bailly abrégé)
briser, rompre.
Étymologie: ἐξ, ἄγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐξάγνῡμι: (только in tmesi) переламывать (αὐχένα Hom.; ἀστράγαλον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάγνῡμι: μέλλ. -άξω, κατασυντρίβω, ὡς δὲ λέων... ἐξ αὐχένα ἄξῃ πόρτιος Ἰλ. Ε. 161· ἐξ αὐχέν’ ἔαξε Ρ. 63: μετοχ. παθ. ἀορ. β΄ ἐξεαγεῖσα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1686, ἔνθα ἀναγινώσκεται ἐξαγεῖσα ὑπὸ τοῦ Merkel. ἔκ τινος ἀντιγράφου. Πρβλ. ἄγνυμι.
Greek Monolingual
ἐξάγνυμι (Α) άγνυμι
κατασυντρίβω («ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ» — σαν λιοντάρι που χυμάει στα βόδια και συντρίβει τελείως τον αυχένα, Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐξάγνῡμι: μέλ. -άξω, σπάζω και ξεκολλώ, συντρίβω, ξεσχίζω, αποσπώ, σε Ομήρ. Ιλ.