ἐξάγνυμι

From LSJ

Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn

Menander, Monostichoi, 418
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάγνῡμι Medium diacritics: ἐξάγνυμι Low diacritics: εξάγνυμι Capitals: ΕΞΑΓΝΥΜΙ
Transliteration A: exágnymi Transliteration B: exagnymi Transliteration C: eksagnymi Beta Code: e)ca/gnumi

English (LSJ)

break and tear away, rend, ὡς δὲ λέων.. ἐξ αὐχένα ἄξῃ πόρτιος Il.5.161; ἐξ αὐχέν' ἔαξε 17.63: aor. 2 part. Pass. ἐξεᾰγεῖσα A.R. 4.1686 (nisi leg. ἐξᾱγεῖσα).

Spanish (DGE)

(ἐξάγνῡμι)
• Morfología: [aor. ind. sigm. ἔαξε Il.17.63, subj. ἄξῃ Il.5.161 (ambos tm.), aor. rad. part. ἐξεᾰγεῖσα A.R.4.1686]
partir completamente, arrancar, descuajar ὡς δὲ λέων ... ἐξ αὐχένα ἄξῃ πόρτιος Il.5.161, cf. 17.63, en v. pas. πρυμνόθεν ἐξεαγεῖσα de un pino batido por los vientos, A.R.l.c.

German (Pape)

[Seite 861] (s. ἄγνυμι), herausbrechen, nur in tmesi, ἐξ αὐχέν' ἔαξε Il. 5, 161. 17, 63; ἐξεαγεῖσα Ap. Rh. 4, 1686.

French (Bailly abrégé)

briser, rompre.
Étymologie: ἐξ, ἄγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξάγνῡμι: (только in tmesi) переламывать (αὐχένα Hom.; ἀστράγαλον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάγνῡμι: μέλλ. -άξω, κατασυντρίβω, ὡς δὲ λέων... ἐξ αὐχένα ἄξῃ πόρτιος Ἰλ. Ε. 161· ἐξ αὐχέν’ ἔαξε Ρ. 63: μετοχ. παθ. ἀορ. β΄ ἐξεαγεῖσα Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1686, ἔνθα ἀναγινώσκεται ἐξαγεῖσα ὑπὸ τοῦ Merkel. ἔκ τινος ἀντιγράφου. Πρβλ. ἄγνυμι.

Greek Monolingual

ἐξάγνυμι (Α) άγνυμι
κατασυντρίβω («ὡς δὲ λέων ἐν βουσὶ θορὼν ἐξ αὐχένα ἄξῃ» — σαν λιοντάρι που χυμάει στα βόδια και συντρίβει τελείως τον αυχένα, Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐξάγνῡμι: μέλ. -άξω, σπάζω και ξεκολλώ, συντρίβω, ξεσχίζω, αποσπώ, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

fut. -άξω
to break and tear away, to rend, Il.