άγνος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄγνος]], ο (ΑΝ)<br />[[λυγαριά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] πουλιού<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας<br />από [[παρετυμολογία]] συνδέθηκε με το [[ἁγνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἄγνινος]].
|mltxt=[[ἄγνος]], ο (ΑΝ)<br />[[λυγαριά]]<br /><b>μσν.</b><br />[[είδος]] πουλιού<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Άγνωστης ετυμολογίας<br />από [[παρετυμολογία]] συνδέθηκε με το [[ἁγνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἄγνινος]].
}}
}}

Latest revision as of 21:46, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄγνος, ο (ΑΝ)
λυγαριά
μσν.
είδος πουλιού
αρχ.
ονομασία ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολογίας
από παρετυμολογία συνδέθηκε με το ἁγνός.
ΠΑΡ. αρχ. ἄγνινος.