ἐπιχέζω: Difference between revisions

2
(14)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπιχέζω]] (Α)<br />[[χέζω]] [[επάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]].
|mltxt=[[ἐπιχέζω]] (Α)<br />[[χέζω]] [[επάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχέζω:''' (fut. ἐπιχεσοῦμαι, pf. ἐπικέχοδα) испражняться Arph.
}}
}}