αγχίστροφος: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγχίστροφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στρέφεται [[γρήγορα]], ο [[ευκίνητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεταβάλλεται [[γρήγορα]] και εύκολα, [[άστατος]], [[ευμετάβολος]], [[ξαφνικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀγχίστροφον</i><br />[[ταχύτητα]] μεταβάσεως από τη μία [[σκέψη]] στην [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχι]] <span style="color: red;">+</span> [[στρέφω]].
|mltxt=[[ἀγχίστροφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που στρέφεται [[γρήγορα]], ο [[ευκίνητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που μεταβάλλεται [[γρήγορα]] και εύκολα, [[άστατος]], [[ευμετάβολος]], [[ξαφνικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀγχίστροφον</i><br />[[ταχύτητα]] μεταβάσεως από τη μία [[σκέψη]] στην [[άλλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄγχι]] <span style="color: red;">+</span> [[στρέφω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:40, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγχίστροφος, -ον (Α)
1. αυτός που στρέφεται γρήγορα, ο ευκίνητος
2. αυτός που μεταβάλλεται γρήγορα και εύκολα, άστατος, ευμετάβολος, ξαφνικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀγχίστροφον
ταχύτητα μεταβάσεως από τη μία σκέψη στην άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + στρέφω.