εὐθυμάχης: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐθυμάχης]], δωρ. τ. εὐθυμάχας, ὁ (Α)<br />αυτός που μάχεται, που αγωνίζεται [[φανερά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευθύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>ταρβο</i>-<i>μάχης</i>, <i>οπλο</i>-<i>μάχης</i>].
|mltxt=[[εὐθυμάχης]], δωρ. τ. εὐθυμάχας, ὁ (Α)<br />αυτός που μάχεται, που αγωνίζεται [[φανερά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ευθύς]] <span style="color: red;">+</span> -<i>μάχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]])<br /><b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>ταρβο</i>-<i>μάχης</i>, <i>οπλο</i>-<i>μάχης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐθυμάχης:''' -ου, ὁ, αυτός που μάχεται ανοιχτά, που πολεμά [[φανερά]], σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠμᾰχης Medium diacritics: εὐθυμάχης Low diacritics: ευθυμάχης Capitals: ΕΥΘΥΜΑΧΗΣ
Transliteration A: euthymáchēs Transliteration B: euthymachēs Transliteration C: efthymachis Beta Code: eu)quma/xhs

English (LSJ)

ου, Dor. -χᾱς, ὁ,

   A fighting openly, Pi.O.7.15.

German (Pape)

[Seite 1070] ὁ, in offener Schlacht kämpfend, άνήρ Pind. Ol. 7, 15.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυμάχης: -ου, ὁ, φανερῶς μαχόμενος, Πινδ. Ο. 7. 27.

Greek Monolingual

εὐθυμάχης, δωρ. τ. εὐθυμάχας, ὁ (Α)
αυτός που μάχεται, που αγωνίζεται φανερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθύς + -μάχης (< μάχομαι)
πρβλ. α-ταρβο-μάχης, οπλο-μάχης].

Greek Monotonic

εὐθυμάχης: -ου, ὁ, αυτός που μάχεται ανοιχτά, που πολεμά φανερά, σε Πίνδ.