αιδοιίτιδα: Difference between revisions

From LSJ
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η <b>Ιατρ.</b><br />[[φλεγμονή]] και [[λοίμωξη]] του αιδοίου, [[δηλαδή]] τών έξω γεννητικών οργάνων της γυναίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>aedoeitis</i> ή <i>edeitis</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <span style="color: red;"><</span> <i>αιδοία</i>].
|mltxt=η <b>Ιατρ.</b><br />[[φλεγμονή]] και [[λοίμωξη]] του αιδοίου, [[δηλαδή]] τών έξω γεννητικών οργάνων της γυναίκας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>aedoeitis</i> ή <i>edeitis</i>, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής <span style="color: red;"><</span> <i>αιδοία</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

η Ιατρ.
φλεγμονή και λοίμωξη του αιδοίου, δηλαδή τών έξω γεννητικών οργάνων της γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < aedoeitis ή edeitis, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < αιδοία].