ημικλήριον: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμικλήριον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το μισό [[μέρος]] της κληρονομιάς κάποιου<br /><b>2.</b> το μισό του κλήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κλήρ</i>-<i>ιον</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κληρ</i>- του [[κλήρος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>παιδ</i>-<i>ίον</i>)].
|mltxt=[[ἡμικλήριον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το μισό [[μέρος]] της κληρονομιάς κάποιου<br /><b>2.</b> το μισό του κλήρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κλήρ</i>-<i>ιον</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>κληρ</i>- του [[κλήρος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i>, [[πρβλ]]. <i>παιδ</i>-<i>ίον</i>)].
}}
}}

Revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμικλήριον, τὸ (Α)
1. το μισό μέρος της κληρονομιάς κάποιου
2. το μισό του κλήρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κλήρ-ιον (< θ. κληρ- του κλήρος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].