θεμιτουργός: Difference between revisions

From LSJ

οὐδεὶς ἔστη παρὰ τῷ λέοντι ἡμᾶς φοβήσαντι → no one stood near the lion because it had frightened us

Source
(16)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεμιτουργός]], -όν (Μ)<br />αυτός που πράττει ή υπερασπίζεται το [[δίκαιο]], [[επιτηρητής]] της τηρήσεως του δικαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργο]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελισσ</i>-<i>ουργός</i>, <i>υπ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=[[θεμιτουργός]], -όν (Μ)<br />αυτός που πράττει ή υπερασπίζεται το [[δίκαιο]], [[επιτηρητής]] της τηρήσεως του δικαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργο]]), [[πρβλ]]. <i>μελισσ</i>-<i>ουργός</i>, <i>υπ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 09:40, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

θεμῐτουργός: -όν, ὁ πράττων τὸ δίκαιον, Ἰω. Διακ. ἐν Ἡο. σ. 458 Gaisf.

Greek Monolingual

θεμιτουργός, -όν (Μ)
αυτός που πράττει ή υπερασπίζεται το δίκαιο, επιτηρητής της τηρήσεως του δικαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + -ουργός (< έργο), πρβλ. μελισσ-ουργός, υπ-ουργός].