ηδύνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἡδύνω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] νόστιμο, [[νοστιμίζω]] («[[κρόμμυον]]... οὐ μόνον σῑτον ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] τερπνό, ευχάριστο<br /><b>3.</b> [[προξενώ]] [[ηδονή]], [[ευφραίνω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἡδύνομαι</i><br />ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, τέρπομαι<br /><b>αρχ.</b><br />[[θωπεύω]], [[κολακεύω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηδύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ήδυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήδυμος]], [[ηδυντήρ]], [[ηδυντικός]], [[ηδυντός]], [[ηδυσμός]]].
|mltxt=(Α [[ἡδύνω]])<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] νόστιμο, [[νοστιμίζω]] («[[κρόμμυον]]... οὐ μόνον σῖτον ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] τερπνό, ευχάριστο<br /><b>3.</b> [[προξενώ]] [[ηδονή]], [[ευφραίνω]]<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἡδύνομαι</i><br />ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, τέρπομαι<br /><b>αρχ.</b><br />[[θωπεύω]], [[κολακεύω]] κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηδύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ήδυσμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ήδυμος]], [[ηδυντήρ]], [[ηδυντικός]], [[ηδυντός]], [[ηδυσμός]]].
}}
}}

Latest revision as of 14:30, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἡδύνω)
1. κάνω κάτι νόστιμο, νοστιμίζωκρόμμυον... οὐ μόνον σῖτον ἀλλὰ καὶ πότον ἡδύνει», Ξεν.)
2. καθιστώ κάτι τερπνό, ευχάριστο
3. προξενώ ηδονή, ευφραίνω
4. μέσ. ἡδύνομαι
ευχαριστούμαι, ευφραίνομαι, τέρπομαι
αρχ.
θωπεύω, κολακεύω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύς.
ΠΑΡ. ήδυσμα
αρχ.
ήδυμος, ηδυντήρ, ηδυντικός, ηδυντός, ηδυσμός].