εύαγρος: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔαγρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[τυχερός]] στο [[κυνήγι]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει καλό [[κυνήγι]], καλή [[άγρα]]<br /><b>3.</b> επίθ. του Πανός<br /><b>4.</b> επίθ. του Άρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αγρός]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>φίλ</i>-<i>αγρος</i>, <i>βό</i>-<i>αγρος</i>].
|mltxt=[[εὔαγρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[τυχερός]] στο [[κυνήγι]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει καλό [[κυνήγι]], καλή [[άγρα]]<br /><b>3.</b> επίθ. του Πανός<br /><b>4.</b> επίθ. του Άρη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αγρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αγρός]]), [[πρβλ]]. <i>φίλ</i>-<i>αγρος</i>, <i>βό</i>-<i>αγρος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὔαγρος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι τυχερός στο κυνήγι
2. αυτός που παρέχει καλό κυνήγι, καλή άγρα
3. επίθ. του Πανός
4. επίθ. του Άρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγρος (< αγρός), πρβλ. φίλ-αγρος, βό-αγρος].