ἡμίδουλος: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμίδουλος]], -ον (Α)<br />ο [[κατά]] το ήμισυ [[δούλος]], ο [[σχεδόν]] [[δούλος]]. | |mltxt=[[ἡμίδουλος]], -ον (Α)<br />ο [[κατά]] το ήμισυ [[δούλος]], ο [[σχεδόν]] [[δούλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡμίδουλος:''' -ον, ημιελεύθερος, κατά το ήμισυ [[δούλος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A half-slave, E.Andr.942, Chrysipp.Stoic.2.284.
German (Pape)
[Seite 1167] ὁ, Halbsklave, Eur. Andr. 943.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίδουλος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ δοῦλος, Εὐρ. Ἀνδρ. 942, Οἰνόμ. παρ᾿ Εὐσ. Π. Ε. 255Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié esclave.
Étymologie: ἡμι-, δοῦλος.
Greek Monolingual
ἡμίδουλος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ δούλος, ο σχεδόν δούλος.
Greek Monotonic
ἡμίδουλος: -ον, ημιελεύθερος, κατά το ήμισυ δούλος, σε Ευρ.