ισόψυχος: Difference between revisions

From LSJ

Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan

Menander, Monostichoi, 73
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσόψυχος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]] ή τις ίδιες ιδέες με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[εξίσου]] [[ανδρείος]], [[γενναίος]] με κάποιον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοψύχως</i> (Μ)<br />γενναίως, ανδρείως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μικρό</i>-<i>ψυχος</i>, <i>σκληρό</i>-<i>ψυχος</i>].
|mltxt=[[ἰσόψυχος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[γνώμη]] ή τις ίδιες ιδέες με άλλον<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[εξίσου]] [[ανδρείος]], [[γενναίος]] με κάποιον. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσοψύχως</i> (Μ)<br />γενναίως, ανδρείως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), [[πρβλ]]. <i>μικρό</i>-<i>ψυχος</i>, <i>σκληρό</i>-<i>ψυχος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσόψυχος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει την ίδια γνώμη ή τις ίδιες ιδέες με άλλον
αρχ.
αυτός που είναι εξίσου ανδρείος, γενναίος με κάποιον.
επίρρ...
ἰσοψύχως (Μ)
γενναίως, ανδρείως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρό-ψυχος, σκληρό-ψυχος].