ισχέγαον: Difference between revisions
From LSJ
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσχέγαον]], τὸ (Α)<br />[[τοίχος]] που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί τα χώματα υπερκείμενου επιπέδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχε</i>- τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικὸ το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]» ( | |mltxt=[[ἰσχέγαον]], τὸ (Α)<br />[[τοίχος]] που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί τα χώματα υπερκείμενου επιπέδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχε</i>- τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικὸ το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]» ([[πρβλ]]. <i>έχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. <i>ἔχω</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>γαον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαῖα]]), τ. που απαντά μόνο στο [[παρόν]] σύνθ. ουσ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:07, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἰσχέγαον, τὸ (Α)
τοίχος που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί τα χώματα υπερκείμενου επιπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε- τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικὸ το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. έχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἔχω) + -γαον (< γαῖα), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.].