ισόγαιος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
(18) |
m (Text replacement - "αῑα" to "αῖα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσόγαιος]], -ον, Α αττ. τ. [[ἰσόγεως]], -ων και <b>επιγρ.</b> ἰσόγειως, -ων (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[επιφάνεια]] με τη γη «τὰς γὰρ θαλὰσσας ἰσογαίους καὶ ἰσοπέδους [[οἶδα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ο αττ. τ.) [[ἰσόγεως]]<br />στο ίδιο ύψος με το [[έδαφος]], [[ισόγειος]], [[ισόπεδος]] («τέμνειν ἰσόγεων», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i> | |mltxt=[[ἰσόγαιος]], -ον, Α αττ. τ. [[ἰσόγεως]], -ων και <b>επιγρ.</b> ἰσόγειως, -ων (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται στην [[ίδια]] [[επιφάνεια]] με τη γη «τὰς γὰρ θαλὰσσας ἰσογαίους καὶ ἰσοπέδους [[οἶδα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (ο αττ. τ.) [[ἰσόγεως]]<br />στο ίδιο ύψος με το [[έδαφος]], [[ισόγειος]], [[ισόπεδος]] («τέμνειν ἰσόγεων», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γαιος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>γαῖα</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεσό</i>-<i>γαιος</i>, <i>φιλό</i>-<i>γαιος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:10, 28 March 2021
Greek Monolingual
ἰσόγαιος, -ον, Α αττ. τ. ἰσόγεως, -ων και επιγρ. ἰσόγειως, -ων (ΑΜ)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια επιφάνεια με τη γη «τὰς γὰρ θαλὰσσας ἰσογαίους καὶ ἰσοπέδους οἶδα», Πλούτ.)
2. (ο αττ. τ.) ἰσόγεως
στο ίδιο ύψος με το έδαφος, ισόγειος, ισόπεδος («τέμνειν ἰσόγεων», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γαιος (< γαῖα), πρβλ. μεσό-γαιος, φιλό-γαιος].